«Ταύτην την στιγμήν αγγέλλεται ότι η Θεσσαλονίκη παραδοθείσα κατελέφθη υπό του ελληνικού στρατού» (τηλεγράφημα του Αυστριακού Πρακτορείου Ειδήσεων).
Το πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό στρατό υπογράφτηκε στο Διοικητήριο (κτίριο του πρώην υπουργείου Μακεδονίας Θράκης), μετά την τηλεγραφική εντολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχιστράτηγο του στρατού διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο «να αποδεχθήτε την προσφερομένην υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και να εισέλθητε εις ταύτην ανευ χρονοτριβής».
Το ιστορικό πρωτόκολλο υπέγραψαν, τελικά, ο αρχηγός του τουρκικού στρατού Χασάν Ταχσίν πασάς και από πλευράς των Ελλήνων οι πληρεξούσιοι αξιωματικοί του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου Β. Δούσμανης και Ι. Μεταξάς. Ήταν το τέλος ενός αγωνιώδους σύρε - έλα των διαπραγματευτών, ανάμεσα στο τουρκικό, τότε, Διοικητήριο και το ελληνικό επιτελείο του Κωνσταντίνου που είχε εγκατασταθεί στην ιστορική βίλα Μοδιάνο, στη Γέφυρα (το παλιό Τόψιν), που στεγάζει σήμερα το Μουσείο των Βαλκανικών Πολέμων.
Η παράδοση στους Έλληνες - γιατί προέλαυνε και ο βουλγαρικός στρατός με σκοπό να μπει πρώτος στην πόλη - οφείλεται, πέρα από τις στρατιωτικές αδυναμίες του τουρκικού στρατού, στα φιλελληνικά αισθήματα του Τούρκου στρατηγού που είχε σπουδάσει σε ελληνικό γυμνάσιο στα Γιάννενα και προτίμησε να παραδώσει την πόλη στους Έλληνες.
Όπως σημειώνει ο στρατηγός Δούσμανης στα απομνημονεύματά του, «η σύνταξις της συμβάσεως και η υπογραφή επερατώθη περί την 1.30 μετά μεσονύκτιον, εσυμφωνήσαμεν όμως να θέσωμεν ως ημερομηνίαν την 26ην Οκτωβρίου, διότι εξ υπαιτιότητος των Τούρκων εβραδύναμεν να συναντηθώμεν...»
Από τις πρώτες πρωινές ώρες οι ξένοι ανταποκριτές που βρίσκονταν στη Θεσσαλονίκη και παρακολουθούσαν τις εξελίξεις του βαλκανικού πολέμου, έκαναν γνωστή στη διεθνή κοινή γνώμη την είσοδο του ελληνικού στρατού. Το πρώτο τηλεγράφημα του αυστριακού πρακτορείου ειδήσεων έγραφε: «Ταύτην την στιγμήν αγγέλλεται ότι η Θεσσαλονίκη παραδοθείσα κατελήφθη υπό του ελληνικού στρατού».
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο πρώτος Έλληνας αξιωματικός που μπήκε στην πόλη ήταν ο υπομοίραρχος Κωνσταντίνος Μανωλκίδης, ο οποίος επικεφαλής ενός μικρού αποσπάσματος διέσχισε έφιππος την Εγνατία το βράδυ τη 26ης Οκτωβρίου, τέσσερις ώρες πριν από την υπογραφή της συμφωνίας, ενώ εκατοντάδες έκπληκτοι Θεσσαλονικείς ακολουθούσαν τον έφιππο αξιωματικό. Ο Μανωλκίδης είχε διαταγή να παραλάβει και να συνοδεύσει τους Τούρκους αξιωματικούς προς το ελληνικό στρατηγείο στο Τόψιν (σημ. Γέφυρα), στο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης. Διανυκτέρευσε μάλιστα το βράδυ στο ξενοδοχείο «Όλυμπος Παλλάς», στην πλατεία Ελευθερίας, ενώ πολλοί Έλληνες κάτοικοι τη πόλης συνωστίζονταν στις τζαμαρίες του ξενοδοχείου για να δουν από κοντά τον ένστολο Έλληνα αξιωματικό.
Από τα μεσάνυχτα ακόμη της 26ης Οκτωβρίου είχαν εισέλθει τα πρώτα τμήματα των μακεδονομάχων πολεμιστών με επικεφαλής τον Κων. Μαζαράκη. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, μια ίλη του 1ου συντάγματος Ιππικού υπό τον ίλαρχο Βερύκιο έφτασε ως την πλατεία Ελευθερίας. Τμήματα της έβδομης μεραρχίας κατέλαβε το Διοικητήριο και άλλα δημόσια κτίρια, ενώ ο Θεσσαλονικιός Αλέξανδρος Ζάννας ύψωσε με τη βοήθεια ενός ναυτόπουλου την ελληνική σημαία στον ιστό του Λευκού Πύργου.
Το μεσημέρι της 27ης Οκτωβρίου μπήκαν επίσημα στην πόλη, υπό δυνατή βροχή, τα πρώτα τμήματα του ελληνικού στρατού που έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό από χιλιάδες Θεσσαλονικείς που πανηγύριζαν για την απελευθέρωσή τους.
Μεταφέρουμε από το βιβλίο του Σπύρου Κουζινόπουλου: «Το Μεγάλο άλμα, η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης», ένα απόσπασμα από μια πολύτιμη μαρτυρία του παλιού πολεμιστή Χαρίλαου Χαρίση από τις πρώτες ώρες του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη.
«Προηγούντο περί τους είκοσι σαλπιγκτάς και έπετο ο αξιωματικός σημαιοφόρος με αναπεπταμένην την σημαίαν και τους παραστάτας εφ’ όπλου λόγχην. Ηκολούθει έφιππος ο συνταγματάρχης Κωνσταντινόπουλος και αυτόν ηκολούθουν οι λόχοι. Όλοι με γυμνά τα ξίφη των με πρόσωπα ηλιοκαμένα και λάμποντα απο ψυχικήν χαράν...»
«Τριακόσιοι μαθηταί με τα μπλε πηλήκια και ένα πλήθος Ελλήνων περικυκλώσαμε και ανεμίζοντας τα πηλήκια στον αέρα, ζητωκραυγάζαμε έξαλλοι. Ζήτω η Ελλάς, Ζήτω ο Διάδοχος, Ζήτω ο γενναίος ελληνικός στρατός. Όλοι φιλήσαμε την πολεμικήν σημαίαν με δάκρυα χαράς. Και επειδή δεν ήτο δυνατόν να σφίξουμε το χέρι του έφιππου συνταγματάρχη, άλλοι θωπεύαμε τις μπότες του και όλοι μαζί βαδίζοντες μεταξύ των τετράδων των ευζώνων και έχοντες εν κύκλω τον συνταγματάρχην, εζητωκραυγάζαμε συνεχώς...».
Η είσοδος των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων προκάλεσε μοναδικές εκρήξεις χαράς και ρίγη έξαλλου ενθουσιασμού. Έχουμε πολλές περιγραφές από αυτές τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε η πόλη, από δημοσιογράφους, λογοτέχνες και στρατιωτικούς, ενώ εντυπωσίαζε το γεγονός πού είχαν βρεθεί σε λίγες μόνο ώρες αμέτρητες ελληνικές σημαίες οι οποίες είχαν υψωθεί στα μπαλκόνια.
Οι πανηγυρισμοί κορυφώθηκαν την επόμενη μέρα, Κυριακή 28 Οκτωβρίου, όταν έφθασε στο σιδηροδρομικό σταθμό ο αρχιστράτηγος διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος. Του έγινε μεγαλειώδης υποδοχή και έφιππος με τη συνοδεία του κατευθύνθηκε στο Διοικητήριο όπου δέχτηκε τις αρχές της πόλης και τους ξένους προξένους στη Θεσσαλονίκη.
Τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου με ειδικό τρένο από τη Βέροια έφτασε στην πόλη ο βασιλιάς Γεώργιος, τον οποίο υποδέχτηκαν οι αρχές και χιλιάδες κόσμου που είχε παραταχθεί κατά μήκος των πεζοδρομίων ως την βίλα Χατζηλαζάρου, στην περιοχή της Ανάληψης, όπου κατέλυσε η βασιλική οικογένεια. «Ολόκληρος η πόλις, έγραφαν οι εφημερίδες, είχε διακοσμηθεί πλουσίως και εορταστικώς, από πρωίας δε, παρά την πίπτουσαν βροχήν, είχε προσλάβει όψιν πρωτοφανώς πανηγυρικήν». Η λαμπρή δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης, «χοροστατούντος του μητροπολίτου Γενναδίου και παρουσία του ανωτάτου άρχοντος, της βασιλικής οικογενείας, των τοπικών και προξενικών αρχών και πλήθους ενθουσιώδους λαού», έγινε στην εκκλησία του Αγίου Μηνά στις 30 Οκτωβρίου. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ επισφράγισε την κατάληψη της Θεσσαλονίκης με την είσοδό του και τη μόνιμη παραμονή του στην πόλη ως την ανεξιχνίαστη ακόμη δολοφονία του το Μάρτιο του 1913.
Υστερόγραφο: Όλοι σχεδόν οι πίνακες ζωγραφικής που αναφέρονται στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, όπως η υπογραφή του πρωτοκόλλου παράδοσης της πόλης από τον Χασάν Ταχσίν, η είσοδος στην πόλη του βασιλιά Γεωργίου και του αρχιστρατήγου του ελληνικού στρατού διαδόχου Κωνσταντίνου, φιλοτεχνήθηκαν από τον ζωγράφο Κενάν Μεσαρέ, γιο του Τούρκου αρχιστρατήγου Χασάν Ταχσίν πασά, ο οποίος παρέδωσε την πόλη στους Έλληνες (!). Ο Κενάν παρέμεινε στην Ελλάδα (στα Γιάννενα), πήρε την ελληνική υπηκοότητα και οι απόγονοί του με το επώνυμο Μεσαρέ συνεχίζουν να μένουν στην «πατρίδα τους».
ΠΗΓΗ parakato
ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Έπειτα από την επιτυχή προέλαση του Ελληνικού Στρατού στην Ελασσόνα (11/24 Οκτωβρίου 1912) ανέκυψε ένας μείζον προβληματισμός σχετικά με την πορεία που θα έπρεπε να ακολουθήσει ο Ελληνικός Στρατός. Το Ελληνικό Στρατηγείο με αρχηγό τον Διάδοχο Κωνσταντίνο, θεωρούσε ότι η πορεία του ελληνικού στρατού θα έπρεπε να καθοριστεί ανάλογα με τις κινήσεις του οθωμανικού στρατού, με τη σκέψη ότι βασικός στρατιωτικός στόχος σε ένα πόλεμο είναι η νίκη του αντίπαλου στρατού και όχι η κατάληψη θέσεων. Η πολιτική ηγεσία θορυβημένη από την νικηφόρα πορεία του βουλγαρικού στρατού και την πορεία του προς τη Θεσσαλονίκη, θεωρεί ότι οι ελληνικές δυνάμεις θα πρέπει να κινηθούν άμεσα στην πόλη.
Στις 13/25 Οκτωβρίου 1912 αφού είχε ακολουθήσει η κατάληψη της Κοζάνης ο Διάδοχος Κωνσταντίνος δέχεται τηλεγράφημα από τον υπουργό Εξωτερικών κύριο Κορομηλά ο οποίος απαριθμούσε τις νίκες των αντίπαλων στρατευμάτων χωρίς να κάνει καμία αναφορά στις επιτυχίες του Ελληνικού στρατού, υποδεικνύοντας τις επόμενες κινήσεις του στρατού. Η οργισμένη απάντηση του Διάδοχου Κωνσταντίνου έφτασε άμεσα : «Ευχαρίστως εμάθαμε τας επιτυχίας του βουλγαρικού, σέρβικου και μαυροβουνιωτικού στρατού» ... «αποτελεί κατόρθωμα του ελληνικού στρατού απαιτήσαν ολόκληρον την έντασιν των δυνάμεων του, δυνάμενον να τιμήση οιονδήποτε στρατόν, τον οποίο δεν παραγνωρίζεται ούτε να υποτιμάται» και κατέληγε φανερά εκνευρισμένος με την εξής φράση « Θα εξακολουθήσω με την αυτήν έντασιν δυνάμεων επιδιώκων την καταστροφή του εχθρού επί τη βάσει του σχεδίου το οποίον προδιέγραψα και του οποίου τον αντικειμενικόν σκοπόν μόνος εγώ είμαι αρμόδιος και υπεύθυνος να κανονίζω. Παρακαλώ δε υμάς όπως ευαρεστούμενος μη προσπαθήτε όπως επηρεάζητε την διεύθυνσιν των επιχειρήσεων».
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απέστειλε τηλεγράφημα με το οποίο ζητούσε ενημέρωση και κατέληγε ως εξής « Αναμένω να μοι γνωρίσετε την περαιτέρω διεύθυνσιν ην θα ακολουθήσει η προέλασης του στρατού Θεσσαλίας. Παρακαλώ μόνον να έχετε υπ' όψιν ότι σπουδαίοι πολιτικοί λόγοι επιβάλλουσι να ευρηθώμεν μίαν ώραν ταχύτερον εις την Θεσσαλονίκην». Όμως οι σχετικές διαταγές για προέλαση προς τη Θεσσαλονίκη είχαν ήδη εκδοθεί απο τον Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Έπειτα από την επιτυχημένη μάχη των Γιαννιτσών ο ελληνικός στρατός φτάνει έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης στις 25 Οκτωβρίου (5 Νοεμβρίου) 1912. Εκεί ξεκίνησαν πυρετώδεις διαπραγματεύσεις μεταξύ του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Ταξίν Πασά σχετικά με την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Ο Διάδοχος απαιτούσε την παράδοση του οπλισμού του τούρκικου στρατού αλλά και την καθολική παράδοση των τούρκικων στρατιωτικών μονάδων της πόλης. Έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις τελικά ο Ταξίν Πασάς απεδέχθη τους όρους του Διαδόχου και την νύχτα της 26 Οκτωβρίου-27 Οκτωβρίου 1912 οι αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης υπέγραψαν το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό.
Μη γνωρίζοντας την επιτυχή έκβαση της διαπραγμάτευσης του Διαδόχου Κωνσταντίνου ο οποίος επιθυμούσε να διασφαλίσει των πλήρη αφοπλισμό των οθωμανικών στρατευμάτων ώστε να μην διεξαχθεί μάχη εντός της πόλης με δυσάρεστες συνέπειες στον άμαχο πληθυσμό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα προς το Διάδοχο Κωνσταντίνο και στο Βασιλέα Γεώργιο Α' το οποίο έλεγε:
«Παραγγέλλεσθε ν' αποδεχθήτε την προσφερόμενης υμίν παράδοσιν της Θεσσαλονίκης και εισέλθητε εις αυτήν ανευ τινος αναβολής. Καθιστώ υμάς υπεύθυνον δια πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής».
Όμως όταν εστάλη το τηλεγράφημα ο Διάδοχος Κωνσταντίνος είχε ήδη συμφωνήσει και παραλάβει την πόλη οπότε απέστειλε την ακόλουθη απάντηση:
«Συναισθάνομαι πλήρως την ευθύνην ην φέρω και παρακαλώ να μη μοι οπομιμνήσκηται τούτο δι' οποιαδήποτε υπόθεσιν. Εάν ώφειλον η ου να παραδεχθώ την παράδοσιν της Θεσσαλονίκης ήμην ο μόνος αρμόδιος να κρίνω ευρισκόμενος επί τόπου και επιβάλλω τους όρους . Απόδειξις δε το επιτευχθέν αποτέλεσμα»
Στις 28 Οκτωβρίου (8 Νοεμβρίου) 1912, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν θριαμβευτικά στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Την επόμενη ημέρα εισήλθε έφιππος στη πόλη ο Βασιλεύς Γεώργιος Α συνοδευόμενος από το Διάδοχο Κωνσταντίνο.
|
ΠΗΓΗ greekroyalfamily
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου